- ορνιθόμορφος
- -η, -ο1. αυτός που έχει τη μορφή πτηνού2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ορνιθόμορφαζωολ. τάξη πτηνών στην οποία ανήκουν 7 οικογένειες με 251 είδη, μερικά από τα οποία είναι πολύ κοινά ή εξημερωμένα, όπως, λ.χ., η όρνιθα, ο φασιανός, η πέρδικα, το ορτύκι, το παγώνι, η φραγκόκοτα και ο αγριόκουρκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < όρνιθα + -μορφος (< μορφή)].
Dictionary of Greek. 2013.